- εύρημα
- το, -ατος1. ό,τι βρίσκει κανείς.2. μτφ., ανέλπιστο αγαθό, εξαιρετικό απόκτημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εὕρημα — invention neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύρημα — και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) [ευρίσκω] 1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα τής έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»… … Dictionary of Greek
εὕρημ' — εὕρημα , εὕρημα invention neut nom/voc/acc sg εὕρημαι , εὑρίσκω find perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρημάτων — εὕρημα invention neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήμασι — εὕρημα invention neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήμασιν — εὕρημα invention neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήματα — εὕρημα invention neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήματι — εὕρημα invention neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρήματος — εὕρημα invention neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κυθήρων — Η μικρή αρχαιολογική συλλογή των Κυθήρων στεγάζεται από το 1979 σε ένα κτίριο του κεντρικού δρόμου της Χώρας, που παραχώρησε ο Κυθηραϊκός Σύνδεσμος για το σκοπό αυτό. Το μουσείο έχει δύο αίθουσες. Στην κύρια αίθουσα, στα δεξιά, εκτίθενται τα… … Dictionary of Greek